- τρόφιμε
- τρόφιμοςnourishingmasc voc sgτρόφιμοςnourishingmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρόφιμ' — τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc voc sg τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc/fem voc sg τρόφιμαι , τρόφιμος nourishing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… … Dictionary of Greek